χέρνασος

χέρνασος
ἡ, Α
βλ. χερσόνησος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χερσόνησος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 6 μικρότεροι οικισμοί, τα Αγριανά (υψόμ. 90 μ.), το Μετόχι Σβούρου (υψόμ. 10 μ.), τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”